Μια ενδιαφέρουσα μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Obesity, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ λέει ότι πρέπει να τρώμε περισσότερες πρωτεΐνες προκειμένου να κατευνάζουμε την επιθυμία μας για κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, και έτσι να μειώνουμε τις πιθανότητες να γίνουμε παχύσαρκοι.
Αυτό που ήδη ήταν γνωστό στην επιστημονική κοινότητα είναι ότι όταν υπάρχει μακροδιατροφική ανισορροπία και η επιθυμία για πρόσληψη πρωτεϊνών δεν ικανοποιείται επαρκώς ο άνθρωπος οδηγείται στην υπερπρόσληψη ενέργειας. Το ίδιο συμβαίνει άλλωστε και στα ζώα: όταν υποκαταναλώνουν κάποιες ομάδες μακροθρεπτικών συστατικών (π.χ. λόγω καιρικών συνθηκών) αναπληρώνουν την τροφή τους με υπερκατανάλωση άλλων.
Αρκετές δοκιμές στις οποίες οι άνθρωποι πειραματικά περιορίστηκαν σε δίαιτες κατέδειξαν το μοτίβο ιεράρχησης των πρωτεϊνών στη ρύθμιση των μακροθρεπτικών συστατικών και επιβεβαίωσαν ότι οι διατροφές που δεν περιέχουν αρκετές πρωτεΐνες οδηγούν σε υπερκατανάλωση λίπους και υδατανθράκων, που λαμβάνονται συχνά από επεξεργασμένα τρόφιμα. Η διατροφική αυτή συμπεριφορά όμως έχει αρνητικές επιπτώσεις, αφού ο σύγχρονος τρόπος ζωής ευνοεί την παχυσαρκία.
Στην πρόσφατη μελέτη, επιστήμονες από το Κέντρο Charles Perkins του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, ανέλυσαν στοιχεία 9.341 ενηλίκων που συμμετείχαν σε μια έρευνα διατροφής και σωματικής δραστηριότητας (National Nutrition and Physical Activity Survey). Η μέση ηλικία τους ήταν τα 46,3 έτη.
Διαπίστωσαν ότι η μέση ενεργειακή πρόσληψη του πληθυσμού ήταν 8.671 κιλοτζάουλ (kJ), με το μέσο ποσοστό ενέργειας από πρωτεΐνες να είναι μόλις 18,4%, έναντι 43,5% από υδατάνθρακες και από 30,9% από λίπος, και μόλις 2,2% από φυτικές ίνες και 4,3% από αλκοόλ.
Όσοι είχαν υψηλότερο ποσοστό ενέργειας από πρωτεΐνες στην αρχή της ημέρας είχαν πολύ χαμηλότερη συνολική ενεργειακή πρόσληψη στη συνέχεια. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι προσπαθούσαν να αντισταθμίσουν την έλλειψη των πρωτεϊνών με υψηλότερη πρόσληψη άλλων μακροθρεπτικών συστατικών. Αυτό υφίστατο παρότι το πρώτο γεύμα ήταν το μικρότερο, δηλαδή μικρότερης ποσότητας τροφής και ενέργειας, ενώ το τελευταίο γεύμα ήταν το μεγαλύτερο.
Όσοι έτρωγαν μικρότερες από τη συνιστώμενη ποσότητα πρωτεΐνη στο πρώτο γεύμα της ημέρας, στη συνέχεια κατανάλωναν περισσότερα ενεργειακά πυκνά τρόφιμα, υψηλής περιεκτικότητας σε κορεσμένα λίπη, σάκχαρα, αλάτι ή αλκοόλ και λιγότερα δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, όσπρια, γαλακτοκομικά και κρέατα. Κατά συνέπεια, είχαν συνολικά φτωχότερη διατροφή σε κάθε γεύμα, με το ποσοστό της ενέργειας από πρωτεΐνες να μειώνεται ακόμη και όταν αυξανόταν η πρόσληψη άλλων τροφών.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι επειδή στη σύγχρονη διατροφή κυριαρχούν εξαιρετικά επεξεργασμένα και εξευγενισμένα τρόφιμα – τα οποία είναι χαμηλά σε πρωτεΐνες – οι άνθρωποι οδηγούνται στην κατανάλωση αυτών των θερμιδικών “βομβών” μέχρι να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για πρωτεΐνη.
Με απλά λόγια, ο οργανισμός των ανθρώπων αναζητά πρωτεΐνες, αφού αυτές περιέχονται σχεδόν σε κάθε κύτταρο του σώματος, στους μύες, τα οστά, το δέρμα, τα μαλλιά και ο ρόλος τους είναι η δημιουργία και η επιδιόρθωση τους. Στις πηγές πρωτεϊνών περιλαμβάνονται το κρέας, το γάλα, τα ψάρια, τα αυγά, τη σόγια, τα όσπρια, τα φασόλια και ορισμένα δημητριακά, όπως το φύτρο σιταριού και η κινόα.
Για την Εθνική Ακαδημία Ιατρικής των ΗΠΑ, η αποδεκτή πρόσληψη πρωτεΐνης κυμαίνεται από το 10% έως το 35% των θερμίδων κάθε μέρα. Ωστόσο, σύμφωνα με ανάλυση του Harvard που περιλήφθηκαν στοιχεία περισσότερων από 130.000 ανδρών και γυναικών οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για έως και 32 χρόνια, ο αριθμός των θερμίδων από λαμβάνεται καθημερινά από πρωτεΐνες δεν φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την υγεία αφού δεν αυξάνει τη θνησιμότητα. Όμως, η πηγή της πρωτεΐνης κρίθηκε ως σημαντική.
Αντίθετα, ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, που δεν λαμβάνουν τις απαραίτητες για τον οργανισμό τους ποσότητες πρωτεϊνών, θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο, αφού η ανεπαρκής πρόσληψη μπορεί να γίνει αιτία διαφόρων προβλημάτων υγείας, με σοβαρότερες τη μειωμένη ανοσία, την εξασθένηση της καρδιάς και του αναπνευστικού συστήματος, που μπορεί να οδηγήσουν σε θάνατο.
Έχοντας ως δεδομένο ότι δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων παγκοσμίως χάνουν πρόωρα τη ζωή τους λόγω της κακής διατροφής, είναι ανάγκη να κατανοήσουμε ότι η επιλογή ενός επιστημονικά καταρτισμένου διατροφολογίου που θα περιέχει τις σωστές ποσότητες μακροθρεπτικών συστατικών (αλλά και μικροθρεπτικών) θα περιορίσει την επιθυμία μας για λήψη περισσότερης τροφής, που, όπως αποδεικνύεται από την παραπάνω έρευνα, δεν περιλαμβάνει υγιεινές επιλογές αλλά λίπη και επεξεργασμένους (απλούς) υδατάνθρακες (ζάχαρη και προϊόντα από λευκό αλεύρι, όπως π.χ. ψωμί, πίτσα, ζυμαρικά, γλυκά, λευκό ρύζι, κ.ά) – τροφές δηλαδή που είναι εύκολα προσβάσιμες και φθηνές, αλλά ιδιαίτερα επιζήμιες για την υγεία αφού οδηγούν σε παχυσαρκία και σε όλες τις ασθένειες που τη συνοδεύουν.
Διαβάστε επίσης: Πρωτεΐνες: Ο ρόλος τους στη διατροφή και την υγεία μας
Για ακόμα περισσότερα διατροφικά άρθρα και συμβουλές επισκεφτείτε το myflex.gr