myflex.gr

Βιώσιμη Παραγωγή Ενέργειας και Μακροθρεπτικά Συστατικά

Η βιώσιμη παραγωγή ενέργειας βρίσκεται σίγουρα ανάμεσα στις πρωταρχικές ανησυχίες της σύγχρονης κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, η χρήση των μακροθρεπτικών συστατικών των τροφίμων μπορεί να αποτελέσει μια εναλλακτική προσέγγιση για την παραγωγή βιώσιμης ενέργειας. Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε τη συμβολή των τριών βασικών μακροθρεπτικών συστατικών, των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των λιπαρών, στη βιώσιμη παραγωγή ενέργειας.

Υδατάνθρακες

Οι υδατάνθρακες είναι η κύρια πηγή ενέργειας για τον ανθρώπινο οργανισμό και ταυτόχρονα παρέχουν ένα σημαντικό ποσοστό ενέργειας στη βιομηχανία. Συγκεκριμένα, η βιομάζα, που αποτελείται κυρίως από υδατάνθρακες, μπορεί να μετατραπεί σε βιοκαύσιμα, όπως το βιοαιθανόλη και το βιοντίζελ. Η παραγωγή βιοκαυσίμων από υδατάνθρακες μπορεί να μειώσει την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, και να περιορίσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, η ανάπτυξη βιοκαυσίμων πρέπει να γίνει με σύνεση, καθώς η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της βιομάζας μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια γεωργικών εκτάσεων και αύξηση των τιμών των τροφίμων.

Πρωτεΐνες

Οι πρωτεΐνες διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διατήρηση της ζωής και της υγείας των οργανισμών. Ωστόσο, η παραγωγή πρωτεϊνών μπορεί επίσης να συνδέεται με την παραγωγή ενέργειας. Ειδικότερα, τα μικροβιακά καύσιμα κυττάρων (MFCs) χρησιμοποιούν πρωτεϊνούχα υπολείμματα ως υπόστρωμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι MFCs μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ενέργειας από βιοαπόβλητα, καθώς και για τη μείωση των απορριμμάτων και της ρύπανσης.

Λιπαρά

Τα λιπαρά είναι ένα άλλο σημαντικό μακροθρεπτικό συστατικό που συμβάλλει στη βιώσιμη παραγωγή ενέργειας. Τα λιπίδια μπορούν να μετατραπούν σε βιοντίζελ, το οποίο αποτελεί μια καθαρότερη εναλλακτική λύση σε σύγκριση με τα ορυκτά καύσιμα. Οι μικροοργανισμοί, όπως οι μικροφύκη και τα βακτήρια, μπορούν να παράγουν λιπίδια υψηλής ποιότητας, τα οποία μπορούν να μετατραπούν σε βιοντίζελ. Επίσης, οι ικανοί μικροοργανισμοί μπορούν να καλλιεργηθούν σε βιοαντιδραστήρες, χρησιμοποιώντας απορρίμματα και βιοαπόβλητα ως υπόστρωμα, μειώνοντας έτσι το κόστος παραγωγής και τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο.

Η συμβολή των μακροθρεπτικών συστατικών στη βιώσιμη παραγωγή ενέργειας είναι πολλαπλή και ποικίλη. Οι υδατάνθρακες, οι πρωτεΐνες και τα λιπαρά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή βιοκαυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας, μειώνοντας την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Επιπλέον, η χρήση των μακροθρεπτικών συστατικών από απορρίμματα και βιοαπόβλητα μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο κυκλική οικονομία, όπου οι πόροι αξιοποιούνται αποτελεσματικά και η περιβαλλοντική ρύπανση μειώνεται.

Ωστόσο, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι προκλήσεις που συνδέονται με την παραγωγή ενέργειας από μακροθρεπτικά συστατικά. Η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της βιομάζας και η αύξηση των τιμών των τροφίμων πρέπει να αντιμετωπιστούν με ευαισθησία και σύνεση. Επίσης, η ανάπτυξη και η κλιμάκωση των τεχνολογιών που χρησιμοποιούν μακροθρεπτικά συστατικά για την παραγωγή ενέργειας απαιτεί συνεχή έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων φορέων.

Βιώσιμη Παραγωγή Ενέργειας

Συνοψίζοντας, η εκμετάλλευση των μακροθρεπτικών συστατικών για τη βιώσιμη παραγωγή ενέργειας ανοίγει νέους ορίζοντες στην αναζήτηση καθαρότερων και πιο αποδοτικών πηγών ενέργειας. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα, τη διατήρηση των φυσικών πόρων και την εξοικονόμηση ενέργειας. Ωστόσο, η επιτυχία αυτής της προσπάθειας εξαρτάται από τη βιωσιμότητα των προτεινόμενων λύσεων, την ευαισθησία στις περιβαλλοντικές συνέπειες και τη συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων, της ακαδημαϊκής κοινότητας, των επιχειρήσεων και των πολιτών.

Η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με τη συμβολή των μακροθρεπτικών συστατικών στη βιώσιμη παραγωγή ενέργειας είναι επίσης κρίσιμης σημασίας. Πρέπει να ενθαρρύνουμε την κοινωνία να αναγνωρίζει και να αξιοποιεί τις δυνατότητες που προσφέρουν οι υδατάνθρακες, οι πρωτεΐνες και τα λιπαρά ως πηγές ενέργειας, προωθώντας τη χρήση βιώσιμων και φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών.

Τέλος, πέρα από την παραγωγή ενέργειας, τα μακροθρεπτικά συστατικά μπορούν να προσφέρουν πολλαπλά οφέλη για την κοινωνία και το περιβάλλον, όπως η βελτίωση της διατροφής, η ανακύκλωση των απορριμμάτων και η προώθηση της κυκλικής οικονομίας. Αυτό απαιτεί την υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης που συνδυάζει την καινοτομία, τη διακυβέρνηση, την εκπαίδευση και την αλληλεγγύη μεταξύ των εμπλεκομένων μερών.

Με τη σωστή κατεύθυνση και προσπάθεια, η εκμετάλλευση των μακροθρεπτικών συστατικών για τη βιώσιμη παραγωγή ενέργειας μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα προς την αποφυγή των κλιματικών αλλαγών, την εξασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας και την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε την έρευνα, την ανάπτυξη και την εφαρμογή νέων και αποδοτικών τεχνολογιών, οι οποίες θα μας βοηθήσουν να αξιοποιήσουμε το δυναμικό των μακροθρεπτικών συστατικών στην ενεργειακή παραγωγή.

Η Συμβολή των Μακροθρεπτικών Συστατικών στη Βιώσιμη Παραγωγή Ενέργειας προσφέρει μια εναλλακτική προοπτική στην παραδοσιακή ενεργειακή παραγωγή, επιδεικνύοντας την αναγκαιότητα της αναζήτησης βιώσιμων και φιλικών προς το περιβάλλον λύσεων. Με τη συνεχή έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων φορέων, η αξιοποίηση των μακροθρεπτικών συστατικών μπορεί να συμβάλλει στην καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών, τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας και την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης.

Για περισσότερα ενδιαφέρονται άρθρα επισκεφτείτε το myflex.gr

Εισαγωγή στη Δίαιτα Χαμηλή σε FODMAPs

Το Ευερέθιστο Εντερικό Σύνδρομο (IBS) είναι μια κοινή πάθηση που προκαλεί συμπτώματα όπως διάρροια και/ή δυσκοιλιότητα, κοιλιακό πόνο και φουσκώματα.  Μία δίαιτα που έχει συνδεθεί με τη μείωση αυτών των συμπτωμάτων είναι η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs. Σε αυτό το άρθρο, θα περιγράψουμε τη δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs, πώς λειτουργεί και πώς μπορεί να βοηθήσει στη διαχείριση των συμπτωμάτων του Ευερέθιστου Εντέρου.

Τι είναι τα FODMAPs;

Τα FODMAPs (Fermentable Oligosaccharides, Disaccharides, Monosaccharides and Polyols) είναι ένας τύπος υδατανθράκων που περιλαμβάνονται σε διάφορα τρόφιμα. Είναι δύσπεπτα και έχουν την τάση να ζυμώνονται στο έντερο, προκαλώντας παραγωγή αερίων και δυσάρεστα συμπτώματα, όπως πόνο και φουσκώματα.

Μια δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs περιορίζει την κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν υψηλές ποσότητες αυτών των υδατανθράκων. Τα τρόφιμα αυτά περιλαμβάνουν ορισμένα δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς, γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα. Στόχος της δίαιτας είναι να μειώσει τα συμπτώματα του IBS, όπως το φούσκωμα, ο πόνος και η διάρροια.

Πώς βοηθάει στη διαχείριση των συμπτωμάτων του IBS;

Με τη μείωση της κατανάλωσης τροφίμων υψηλής περιεκτικότητας σε FODMAPs, μειώνεται η παραγωγή αερίων και η ζύμωση στο έντερο. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων του IBS. Επιπλέον, αυτή η δίαιτα μπορεί να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ισορροπίας των εντερικών βακτηρίων, κάτι που έχει συνδεθεί με τη βελτίωση της υγείας του εντέρου.

Πώς να ξεκινήσετε;

Δίαιτα Χαμηλή σε FODMAPs

Η έναρξη μιας δίαιτας χαμηλής σε FODMAPs πρέπει να γίνει υπό την επίβλεψη ενός επαγγελματία υγείας, όπως ένας διαιτολόγος ή ένας γαστρεντερολόγος, καθώς η δίαιτα μπορεί να είναι περίπλοκη και να απαιτεί σημαντικές αλλαγές στη διατροφή. Θα πρέπει να γίνει μια εκτενής επισκόπηση των τροφίμων που καταναλώνετε καθημερινά και να εξεταστούν τα συστατικά τους για την παρουσία FODMAPs. Έπειτα, θα πρέπει να επιλεγούν εναλλακτικά τρόφιμα χαμηλά σε FODMAPs.

Καθώς η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs είναι αρκετά περιοριστική, είναι σημαντικό να γίνεται σε σύντομες φάσεις και πάντα με την επίβλεψη ενός επαγγελματία. Αυτό βοηθάει να διασφαλιστεί ότι λαμβάνετε όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά και να αποφύγετε τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία.

Η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs έχει αποδειχθεί ότι βοηθά στη διαχείριση των συμπτωμάτων του Ευερέθιστου Εντέρου. Με την κατάλληλη προσέγγιση και την καθοδήγηση από επαγγελματίες υγείας, αυτή η δίαιτα μπορεί να προσφέρει σημαντική ανακούφιση από τα ενοχλητικά συμπτώματα του IBS. Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs δεν είναι θεραπεία για το IBS. Παρά την ανακούφιση των συμπτωμάτων που μπορεί να παρέχει, είναι απαραίτητο να αναζητήσετε την συμβουλή και την υποστήριξη ενός επαγγελματία υγείας για μακροπρόθεσμη διαχείριση.

Επίσης, η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs δεν είναι κατάλληλη για όλους. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να μην ανταποκριθούν στη δίαιτα ή να βρουν ότι η δίαιτα είναι πολύ περιοριστική για να την ακολουθήσουν μακροπρόθεσμα. Επιπλέον, ορισμένα τρόφιμα που είναι υψηλά σε FODMAPs είναι επίσης πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, όπως φυτικές ίνες και προβιοτικά, τα οποία είναι σημαντικά για την υγεία του εντέρου.

Συνεπώς, η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος μιας συνολικής προσέγγισης για τη διαχείριση του IBS, που περιλαμβάνει επίσης άλλες μεταβολές του τρόπου ζωής, όπως η άσκηση.

Εάν αποφασίσετε να δοκιμάσετε τη δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs, είναι σημαντικό να έχετε υπόψη ότι η διαδικασία απαιτεί χρόνο, προσαρμογή και πειραματισμό. Κάθε άτομο αντιδρά διαφορετικά στα διάφορα τρόφιμα, και η δίαιτα πρέπει να προσαρμοστεί ανάλογα με τις ατομικές ανάγκες και αντιδράσεις σας. Επιπλέον, είναι καλή ιδέα να καταγράφετε τη διατροφή σας και τα συμπτώματά σας, για να βοηθήσετε στην εντόπιση των τροφίμων που προκαλούν συμπτώματα.

Σε γενικές γραμμές, η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs είναι ένα εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει πολλούς ανθρώπους με IBS να ανακουφίσουν τα συμπτώματά τους. Ωστόσο, είναι μόνο ένα κομμάτι του πάζλ και πρέπει να συμπληρώνεται από έναν υγιεινό τρόπο ζωής και από την προσεκτική διαχείριση της κατάστασης με τη βοήθεια ενός επαγγελματία της υγείας.

Διαβάστε περισσότερα διατροφικά άρθρα στο myflex.gr.

Μύθοι & Αλήθειες: Κετογονική Διατροφή και Άσκηση – Αθλητική Απόδοση

Δίαιτα Χαμηλής Περιεκτικότητας σε Νάτριο: Οδηγός για Ένα Υγιές Καρδιαγγειακό Σύστημα

Στη σημερινή εποχή, οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν μία από τις κυριότερες αιτίες θνησιμότητας παγκοσμίως. Η αυξημένη πρόσληψη νατρίου από τη διατροφή μας έχει αναδειχθεί ως ένας σημαντικός παράγοντας που συνεισφέρει στην αύξηση του αρτηριακής πίεσης και στην εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων. Μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων. Αυτό το άρθρο προσφέρει μια εμπεριστατωμένη επισκόπηση της δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο και πώς μπορεί να συμβάλλει στη διατήρηση ενός υγιούς καρδιαγγειακού συστήματος.

Τι είναι η δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο;

Μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο περιορίζει τη ποσότητα νατρίου που καταναλώνεται καθημερινά. Το νάτριο είναι ένα ουσιαστικό θρεπτικό συστατικό που βοηθά στη ρύθμιση της πίεσης των υγρών και της ισορροπίας ηλεκτρολυτών στο σώμα. Ωστόσο, η υπερβολική κατανάλωση νατρίου μπορεί να αυξήσει την αρτηριακή πίεση, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ρίσκο για καρδιαγγειακές παθήσεις. Συνήθως, οι ειδικοί συστήνουν κατανάλωση λιγότερων από 2.300 χιλιοστογραμμάρια (mg) νατρίου ανά ημέρα, ή περίπου 1 εκατοστόγραμμο (ενός γραμμαρίου) αλατιού.

Πώς να μειώσετε την πρόσληψη νατρίου;

Αρχικά, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τις πηγές του νατρίου στη διατροφή μας. Το αλάτι που προσθέτουμε στα τρόφιμα είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Τα επεξεργασμένα και προσυσκευασμένα τρόφιμα, όπως τα τυποποιημένα γεύματα, τα αλατισμένα σνακ, τα αλλαντικά και τα κονσερβοποιημένα τρόφιμα, συνήθως περιέχουν υψηλές ποσότητες νατρίου.

Εδώ είναι μερικές συμβουλές για να μειώσετε την πρόσληψη νατρίου:

Επιλέξτε Φρέσκα Τρόφιμα: Τα φρέσκα φρούτα, τα λαχανικά, τα ολικά δημητριακά, τα λιπαρά ψάρια, τα ξηρούς καρπούς και τα όσπρια συνήθως περιέχουν φυσικά χαμηλά επίπεδα νατρίου.

Αποφύγετε τα Επεξεργασμένα Τρόφιμα: Προτιμήστε φρέσκα γεύματα αντί για επεξεργασμένα ή προσυσκευασμένα τρόφιμα που συχνά περιέχουν υψηλές ποσότητες νατρίου.

Μάθετε να Διαβάζετε τις Ετικέτες των Τροφίμων: Ελέγξτε τις ετικέτες των τροφίμων για την περιεκτικότητα νατρίου. Τα προϊόντα που έχουν λιγότερα από 120 mg νατρίου ανά μερίδα θερούνται χαμηλά σε νάτριο.

Μειώστε τη Χρήση Αλατιού: Χρησιμοποιήστε λιγότερο αλάτι κατά την προετοιμασία των γευμάτων και αποφύγετε την προσθήκη επιπλέον αλατιού στο τραπέζι.

Αντικαταστήστε το Αλάτι με άλλα Βότανα και Μπαχαρικά: Χρησιμοποιήστε βότανα, μπαχαρικά, ξίδι ή λεμόνι για να προσθέσετε γεύση στα γεύματα σας χωρίς να αυξάνετε την περιεκτικότητα σε νάτριο.

Κετογονική Διατροφή

 

Οι Προκλήσεις της Δίαιτας Χαμηλής σε Νάτριο

Η μείωση της πρόσληψης νατρίου μπορεί να είναι πρόκληση, ειδικά όταν έχουμε συνηθίσει στη γεύση του αλατιού. Ωστόσο, οι γευστικές σας προτιμήσεις μπορούν να προσαρμοστούν με τον καιρό. Ξεκινώντας με μικρές αλλαγές, όπως η μείωση του προστιθέμενου άλατος στο τραπέζι, μπορεί να βοηθήσει στην προσαρμογή σε μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο.

Μια άλλη πρόκληση είναι η εύρεση τροφίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο στην αγορά. Ευτυχώς, καθώς οι καταναλωτές γίνονται πιο ενημερωμένοι για την υγεία τους, περισσότεροι παραγωγοί τροφίμων προσφέρουν επιλογές χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο.

 

Συμπερασματικά

Μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη για την καρδιαγγειακή υγεία ειδικά για τους ανθρώπους που πάσχουν από υψηλή αρτηριακή πίεση ή άλλες καρδιαγγειακές παθήσεις. Πέρα από αυτό, η μείωση της πρόσληψης νατρίου μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της ανάπτυξης αυτών των παθήσεων στο μέλλον.

Η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών δεν είναι εύκολη, αλλά με την κατάλληλη πληροφόρηση και υποστήριξη, είναι εφικτή. Με την εστίαση στην κατανάλωση φρέσκων, ολόκληρων τροφίμων, την αποφυγή επεξεργασμένων τροφίμων πλούσιων σε νάτριο και την προσαρμογή των γευστικών προτιμήσεων μας, μπορούμε να δημιουργήσουμε μια υγιεινή διατροφική συνήθεια που μπορεί να μας ωφελήσει στο μέλλον.

Μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε νάτριο δεν είναι μόνο για τους ανθρώπους που προσπαθούν να μειώσουν την αρτηριακή τους πίεση. Είναι μια υγιεινή επιλογή διατροφής για όλους μας. Με την εφαρμογή αυτών των αλλαγών στην καθημερινή μας ζωή, μπορούμε να βελτιώσουμε την υγεία μας.

Διαβάστε περισσότερα άρθρα διατροφής στο myflex.gr.

Θέλω να αυξήσω το βάρος μου: Χρειάζομαι καθοδήγηση;

Οι προσπάθειες διαχείρισης του βάρους στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως και εκείνες στην αμερικανική ήπειρο, είναι πολύ συχνές, ιδίως μεταξύ των νέων και των νεαρών ενηλίκων. Η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, βέβαια, κάνει προσπάθεια μείωσης του σωματικού βάρους, αφού οι γιατροί παροτρύνουν στην απόκτηση και διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους, εξαιτίας των  επιβλαβών επιπτώσεων στη σωματική και ψυχική υγεία που έχουν τα παραπανίσια κιλά.

Έτσι, η έρευνα έχει εστιάσει στην ακούσια αύξηση του βάρους, εξαιτίας των συνεπειών της, στις οποίες περιλαμβάνονται χρόνιες οργανικές παθήσεις, όπως ο διαβήτης, η υψηλή χοληστερόλη, οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο καρκίνος, αλλά και ψυχικές νόσοι.

Υπάρχει όμως ένα μικρότερο ποσοστό ανθρώπων, που βρίσκεται στην αντίθετη θέση – προσπαθεί να αυξήσει εσκεμμένα το σωματικό βάρος του. Οι λόγοι διαχείρισής του δεν διαφέρουν από εκείνους των υπέρβαρων και παχύσαρκων. Στα κίνητρα περιλαμβάνονται τόσο η αποφυγή δυσάρεστων εξελίξεων στην υγεία, όσο και η  απόκτηση ελκυστικότερης εξωτερικής εμφάνισης.

Μελέτες δείχνουν ότι επιθυμία για αύξηση του βάρους κυριαρχεί στους έφηβους και στους νεαρούς ενήλικες και οι προσπάθειες γίνονται κυρίως μέχρι τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής, από τους άνδρες. Εξάλλου η συγκεκριμένη περίοδος χαρακτηρίζεται από την ωρίμανση βασικών σωματικών και ψυχικών λειτουργιών, καθώς και από την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των κοινωνικών μηνυμάτων που σχετίζονται με το σχήμα και το μέγεθος του σώματος.

αύξηση βάρους

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και γενικότερα τα πρότυπα της εποχής προβάλουν  ως ιδανικό σώμα το μυώδες και άλιπο, και η υιοθέτηση αυτής της αντίληψης παρακινεί  στην αλλαγή του τρόπου διατροφής και άσκησης και, σπανιότερα, σε ακραίες επιλογές, όπως η κατάχρηση συμπληρωμάτων χωρίς την καθοδήγηση ειδικού.

Στις ΗΠΑ, σχεδόν το ένα τρίτο των εφήβων αγοριών (30%) και πάνω από το ένα τέταρτο των νεαρών ενήλικων ανδρών, ηλικίας 18 έως 26 ετών, (27%) αναφέρουν ότι κάνουν συντονισμένες προσπάθειες να παχύνουν, ενώ μόνο το 6% των κοριτσιών που βρίσκονται στην εφηβεία και 5% των νεαρών ενήλικων γυναικών, ηλικίας 18 έως 26 ετών, το κάνουν.

Μια αµερικανική μελέτη σε 2.793 έφηβα κορίτσια και αγόρια διαπίστωσε ότι τα άτομα αυτής της ηλικίας ενστερνίζονται πολύ συχνά συμπεριφορές μυϊκής ανάπτυξης, όπως η αλλαγή της διατροφής, η άσκηση ή η χρήση πρωτεϊνικών ροφηµάτων ή στεροειδών προκειμένου να… αρέσουν. Σχεδόν το 70% των αγοριών ανέφεραν αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, πάνω από το 90% αυξημένη άσκηση, περίπου 33% χρήση σκόνης πρωτεΐνης, ενώ σχεδόν το 6% ανέφερε χρήση στεροειδών.

Άλλη μελέτη, από τον Καναδά, επιχείρησε να εξετάσει τον επιπολασμό και τις συσχετίσεις των προσπαθειών αύξησης βάρους και να χαρακτηριστούν οι στρατηγικές αύξησης βάρους που αναφέρθηκαν μεταξύ νεαρών ενηλίκων. Τα δεδομένα αντλήθηκαν από μια παλαιότερη διαδικτυακή έρευνα, σε άτομα 17 έως 32 ετών, που ζούσαν σε πέντε μεγάλες πόλεις. Περισσότεροι από τους μισούς (59,8%) είχαν Δείκτη Μάζας Σώματος μεταξύ 18,5 και 24,9 με βάση το ύψος και το βάρος που δήλωσαν οι ίδιοι. Οι περισσότεροι ερωτηθέντες θεωρούσαν το βάρος τους περίπου σωστό (65,2%), το (25,3%) υπέρβαρο και το 9,5% λιποβαρές.

Διαπιστώθηκε ότι το 23,1% των ανδρών και το 6,0% των γυναικών ανέφεραν ότι είχαν προσπαθήσει να πάρουν βάρος τους τελευταίους 12 μήνες.

Όσοι θεωρούσαν τον εαυτό τους υπέρβαρο ή που ανέφεραν ύψος και βάρος που αντιστοιχούσε σε ΔΜΣ μεταξύ 25 και 29,9 σπανιότερα ανέφεραν ότι προσπαθούσαν παχύνουν. Οι πιο διαδεδομένοι τρόποι που χρησιμοποίησαν για να το επιτύχουν ήταν η αύξηση της προσλαμβανόμενης τροφής, κυρίως πρωτεϊνών, και η άσκηση/ άρση βαρών.

Ειδικότερα, οι άνδρες που προσπαθούσαν να αυξήσουν το βάρος τους, έτρωγαν περισσότερες πρωτεΐνες (72,0%), λάμβαναν γενικά περισσότερο φαγητό (67,0%) και γυμνάζονταν/άσκηση με βάρη (60,1%). Τις ίδιες στρατηγικές υιοθετούσαν και οι γυναίκες, με άλλη όμως σειρά. Συγκεκριμένα, έτρωγαν περισσότερο φαγητό (84,6%), γυμνάζονταν/άσκηση με βάρη (58,6%) και έτρωγαν περισσότερη πρωτεΐνη (54,6%).

Από τα αποτελέσματα αυτά φαίνεται ότι ο αριθμός των ατόμων  (κυρίως των ανδρών) που κάνουν απόπειρες για αύξηση βάρους δεν είναι αμελητέος.

Βέβαια, η αύξηση των κιλών και του μυϊκού όγκου  δεν αποτελεί επιθυμία αποκλειστικά των εφήβων. Έρευνες σε χώρες διαφόρων ηπείρων έχουν δείξει ότι οι στοχευμένες προσπάθειες αύξησης βάρους είναι συχνές στον γενικό πληθυσμό.

Μια μελέτη, αντλώντας στοιχεία από τη Διεθνή Μελέτη για την Πολιτική Τροφίμων (IFPS) – που διεξάγεται ετησίως στην Αυστραλία, τον Καναδά, το Μεξικό, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες – ανέλυσε δεδομένα των ετών (2018 και 2019) 42.108 ενηλίκων, μέσω διαδικτύου. Από αυτούς, το 51,0% ήταν γυναίκες και η μέση ηλικία όλων των συμμετεχόντων ήταν τα 45,5 έτη.

Διαπιστώθηκε ότι κατά τους τελευταίους 12 μήνες, προσπάθειες για αύξηση βάρους είχε κάνει το 10,4% των ανδρών και το 5,4% των γυναικών.

Οι στρατηγικές που εφάρμοζαν (αν και σε διαφορετικά ποσοστά) ήταν η κατανάλωση περισσότερων πρωτεϊνών, γαλακτοκομικών προϊόντων, κρεάτων, αλατιού, λιπών, ζάχαρης, επεξεργασμένων τροφίμων και φυτικών ινών, φρούτων και λαχανικών, δημητριακών ολικής αλέσεως και κόκκινου κρέατος.

Η κατανάλωση περισσότερων φρούτων και λαχανικών ήταν πιο δημοφιλής τόσο μεταξύ των ανδρών όσο και μεταξύ των γυναικών (άνδρες: 60,9%, γυναίκες: 64,6%), ενώ η κατανάλωση περισσότερου αλατιού ήταν η λιγότερο διαδεδομένη (άνδρες: 18,6%, γυναίκες: 14,7%).

Όμως η τροποποίηση του διαιτολογίου με την προσθήκη τροφών που έχουν κριθεί επιβλαβείς για την υγεία, εγκυμονεί κινδύνους ιδιαίτερα για τους μεγαλύτερους ενήλικες. Για την αποφυγή τους συστήνεται η αναζήτηση της επιστημονικής γνώσης ειδικών στην διαιτολογία επαγγελματιών, οι οποίοι παρέχουν συμβουλές και εκπαίδευση, κλινική εποπτεία αλλά και αξιολόγηση των προσπαθειών αύξησης του βάρους και των διατροφικών συμπεριφορών.

Μόνο με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι οι ενδιαφερόμενοι θα ακολουθούν ισορροπημένα διατροφικά πρότυπα, προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους χωρίς να υπονομεύουν άθελά τους την υγεία τους.

Δείτε περισσότερα στο myflex.gr.

 

Υπερτερεί η διαλείπουσα συνεχόμενη νηστεία στη μείωση λίπους;

Ερασιτέχνες και επαγγελματίες αθλητές υποβάλλονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε περιορισμό της πρόσληψης θερμίδων. Ο λόγος είναι η μείωση του σωματικού λίπους και η διατήρηση της μυϊκής μάζας τους, και όχι τόσο συχνά η μείωση του βάρους. Προβαίνουν σε αυτή τη διατροφική αλλαγή για αγωνιστικούς, αισθητικούς, και διάφορους άλλους λόγους.
Μεταξύ αυτών των αθλητών είναι και όσοι κάνουν προπόνηση αντιστάσεων, δηλαδή περιλαμβάνονται και όσοι εκτελούν ασκήσεις ενάντια σε εξωτερικές αντιστάσεις (είτε του ίδιου του σώματος είτε εξοπλισμού π.χ. βάρη).

Πρόσφατα, η διαλείπουσα συνεχόμενη νηστεία ή διαλείπων ενεργειακός περιορισμός, είναι ένα νέο προβαλλόμενο διατροφικό σχήμα που υπάρχει, ωστόσο, από την αρχαιότητα ως μέσο αδυνατίσματος και μείωσης του λίπους. Κατ’ αυτό, αντί ο ενδιαφερόμενος να υποβάλλεται σε έναν συνεχή ενεργειακό περιορισμό, δηλαδή να κάνει μόνιμα υποθερμιδική δίαιτα μέχρι να μειώσει το σωματικό του βάρος στο επιθυμητό, η διαλείπουσα νηστεία επιτρέπει την παρεμβολή περιόδων που οι προσλαμβάνουσες θερμίδες είναι ίσες ή λιγότερες από αυτές που χρειάζεται το σώμα για να διατηρήσει το βάρος του.

Η ενεργειακή πρόσληψη μειώνεται κατά 35%-65% ή και περισσότερο, σε σχέση με τις απαιτήσεις για τη διατήρηση του σωματικού βάρους. Συγκριτικά με τον συνεχιζόμενο ενεργειακό περιορισμό, η διαλείπουσα νηστεία έχει φανεί από μελέτες ότι υπερτερεί στην απώλεια βάρους αλλά και στη μεγαλύτερη διατήρηση της ενεργειακής δαπάνης ηρεμίας, που είναι ο αριθμός των θερμίδων που χρειάζεται για να λειτουργήσει ο οργανισμός ένα 24ωρο χωρίς δραστηριότητα.

Επιστήμονες διατείνονται ότι η διαλείπουσα νηστεία που επιτυγχάνει την ενεργειακή ισορροπία είναι αποτελεσματικότερη τακτική, συγκριτικά με τον συνεχή ενεργειακό περιορισμό για τη διαχείριση της σύστασης του σώματος, τόσο στους αθλητές όσο και σε ανθρώπους που δεν αθλούνται αλλά επιθυμούν να χάσουν ή να διατηρήσουν το βάρος τους. Και αυτό διότι ο οργανισμός προσαρμόζεται ομαλότερα. Το ίδιο συμβαίνει άλλωστε και με τα προπονητικά προγράμματα, κατά τα οποία περίοδοι αποφόρτισης ακολουθούν περιόδους έντονης άσκησης, προκειμένου ο οργανισμός να ξεκουραστεί και να αναρρώσει από τις επιπτώσεις της σκληρής προπόνησης.

διαλείπουσα συνεχόμενη νηστεία

Σε μια πρόσφατη μελέτη οι ερευνητές επιδίωξαν να καταλάβουν ποια είναι η επίδραση της διαλείπουσας νηστείας στη λιπώδη και στη άλιπη μάζα σώματος σε ενήλικες που γυμνάζονταν με αντιστάσεις. Στη μελέτη Intermittent versus Continuous Energy restriction Compared in a resistance-trained Adult Population (ICECAP) συμμετείχαν 61 ενήλικες (32 γυναίκες) με μέση ηλικία 28,7 ετών, σωματικό βάρος 77,2 kg και σωματικό λίπος 25,5%. Πενήντα πέντε από αυτούς ασχολούνταν με ανταγωνιστικά αθλήματα.
Χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Οι συμμετέχοντες δεν είχαν σημαντικές διαφορές όταν ξεκίνησε η μελέτη, όπως για παράδειγμα στο ποσοστό ανδρών / γυναικών, στην ηλικία, στο βάρος, στο ποσοστό σωματικού λίπους.

Η πρώτη ομάδα υποβλήθηκε σε μέτριο ενεργειακό περιορισμό για 12 εβδομάδες με ένα διάλλειμα 3 εβδομάδων (σύνολο 15 εβδομάδες) και η δεύτερη ομάδα σε συνεχόμενο μέτριο ενεργειακό περιορισμό 12 εβδομάδων.

Μετά από συνεκτίμηση διαφόρων παραγόντων διαπιστώθηκε ότι η διαλείπουσα συνεχόμενη νηστεία με μέτριο ενεργειακό περιορισμό δεν μείωσε τη λιπώδη μάζα ή το σωματικό βάρος περισσότερο από τον μέτριο συνεχιζόμενο ενεργειακό περιορισμό, ούτε πρόσφερε μεγαλύτερη άλιπη μάζα.

Οι ερευνητές δεν παρατήρησαν διαφορές στη μυϊκή δύναμη ή αντοχή ή στην ενεργειακή δαπάνη ηρεμίας μεταξύ των συμμετεχόντων στις δύο ομάδες. Διαφορές δεν υπήρχαν ούτε στις τιμές κάποιων ορμονών που μετρήθηκαν, όπως στη λεπτίνη, στην ενεργό γκρελίνη, στην τεστοστερόνη, στην ελεύθερη 3,3′,5-τριιωδοθυρονίνη, ούτε σε πεπτίδια όπως στον ινσουλινόμορφο αυξητικό παράγοντα-1. Δεν εντοπίστηκαν διαφορές στον ύπνο, στη μυϊκή δυσμορφία ή στις συμπεριφορές διατροφικών διαταραχών.
Η διαφορά, όμως, μεταξύ των δύο διατροφικών επιλογών ήταν στην αίσθηση της πείνας και στην επιθυμία για φαγητό. Όσοι συμπεριλήφθηκαν στην ομάδα της διαλείπουσας νηστείας με μέτριο ενεργειακό περιορισμό πεινούσαν λιγότερο και δεν θέλανε να φάνε τόσο όσο εκείνοι που έκαναν συνεχόμενη δίαιτα για 12 εβδομάδες ασταμάτητα. Είχαν δε αυξημένα επίπεδα πεπτιδίου YY, το οποίο απελευθερώνεται μετά το φαγητό, κυκλοφορεί στο αίμα και συνδέεται με υποδοχείς στον εγκέφαλο, μειώνοντας την όρεξη και προάγοντας την πληρότητα. Επίσης, δρα στο στομάχι και στο έντερο για να επιβραδύνει την κίνηση της τροφής μέσω του πεπτικού σωλήνα.

Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι και οι δύο διατροφές προάγουν την απώλεια βάρους σε ενήλικες που ασκούνται με αντιστάσεις. Παρόλο που επιτεύχθηκε παρόμοια λιπώδης και άλιπη μάζα σώματος μετά από 12 εβδομάδες ενεργειακού περιορισμού, η διαλείπουσα συνεχόμενη νηστεία με μέτριο ενεργειακό περιορισμό συνοδεύτηκε από χαμηλότερη τάση για φαγητό, αλλά απαιτήθηκε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την αποκόμιση του ίδιου οφέλους, δηλαδή της απώλειας ίδιας ποσότητας λίπους. Εάν αυτή η καθυστέρηση δεν αποτελεί πρόβλημα, κρίνουν ότι είναι προτιμότερο κάποιος να κάνει διαλλείματα στην προσπάθειά του, ελεγχόμενα πάντα, γιατί έτσι διαχειρίζονται καλύτερα την όρεξή τους.
Αντιθέτως, εάν για την επίτευξη της επιθυμητής σύστασης σώματος υπάρχει περιορισμένος χρόνος τότε, η συνεχόμενη μείωση της ενεργειακής πρόσληψης πιθανώς να είναι η καταλληλότερη επιλογή, σε ανθρώπους που έχουν τη δύναμη να την τηρήσουν.

Δείτε τι μπορεί να κάνουν 30 γραμμάρια καρύδια!!

Η υιοθέτηση του δυτικού τρόπου διατροφής και η απάρνηση της μεσογειακής κουζίνας που ακολουθούσε κάθε ελληνική οικογένεια παλαιότερα έχει οδηγήσει, τις τελευταίες δεκαετίες, σε αύξηση διαφόρων προβλημάτων υγείας, με πρώτα τον σακχαρώδη διαβήτη, την υπέρταση και την παχυσαρκία. Η περιορισμένη κατανάλωση λαχανικών φρούτων, οσπρίων, ξηρών καρπών, ελαιόλαδου και η συχνότερη επιλογή επεξεργασμένων τροφίμων έχει μειώσει την πρόσληψη κάποιων θρεπτικών συστατικών, γεγονός που δύναται να οδηγήσει στην εμφάνιση ακόμα και απειλητικών για τη ζωή παθήσεων.

Ο επαναπροσδιορισμός της αξίας των αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες και η ένταξη όλων των τροφών που παραδοσιακά επέλεγαν οι Έλληνες, προσφέρουν την ευκαιρία λήψης των συνιστώμενων ημερήσιων ποσοτήτων όλων των θρεπτικών συστατικών που έχει ανάγκη ο οργανισμός και ενίσχυσης του ανοσοποιητικού συστήματος, που θα μπορούσε να περιορίσει, ως ένα βαθμό, τις πιθανότητες ανάπτυξης κάποιας πάθησης από τις πολλές  μη μεταδιδόμενες που κυριαρχούν στην εποχή μας.

Οι ξηροί καρποί  αποτελούν το ιδανικό σνακ, που όταν επιλέγονται προς αντικατάσταση άνευ ή περιορισμένης διατροφικής αξίας μικρογευμάτων, τα οποία συνήθως καταναλώνονται σε στιγμές πείνας, λιγούρας ή… ανίας, βελτιώνουν τη συνολική υγεία.

Ιδιαίτερα τα καρύδια, ένας καρπός που στη χώρα μας παράγεται σε αφθονία, είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, φυλλικό οξύ, βιταμίνη Ε, φυτοστερόλες, πολυφαινόλες και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Περιέχουν σημαντικές ποσότητες α-λινολενικού και λινολεϊκού οξέως. Η μοναδική θρεπτική σύνθεσή τους διαφέρει από εκείνη άλλων ξηρών καρπών, επειδή περίπου το 10% της ενέργειας που παρέχουν τα καρύδια προέρχεται από τη μορφή ALA (Άλφα Λινολενικού Οξέος). Περιέχουν δε υψηλές ποσότητες φυτομελατονίνης και διαθέτουν περισσότερες πολυφαινόλες από άλλους τύπους ξηρών καρπών.

τι μπορεί να κάνουν 30 γραμμάρια καρύδια

Επίσης, είναι καλή πηγή φυτικών ινών, έχουν αντιφλεγμονώδεις και αγγειοπροστατευτικές ιδιότητες, βελτιώνουν το προφίλ των λιπιδίων και επομένως προστατεύουν την καρδιά  και τα αγγεία μέσω της αποφυγής της αθηροσκλήρωσης. Τα άτομα που προσθέτουν καρύδια στη διατροφή τους μπορούν ευκολότερα να ελέγξουν τη χοληστερίνη τους, τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα εξαιτίας των πολυφαινολών, αλλά και άλλων θρεπτικών συ στατικών που περιέχουν, όπως κάλιο, μαγνήσιο, βιταμίνη Ε, κ.ά.

Μια νέα πρότυπη έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε από ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Indiana-Bloomington έδειξε ότι η προσθήκη μόλις 30 γραμμαρίων καρυδιών (για την ακρίβεια  1 ουγκιάς = 28,35 γρ.) στη διατροφή επιφέρει πολλά διατροφικά οφέλη για όλα τα στάδια της ζωής.

Ερευνητές θέλησαν να εξετάσουν τις επιπτώσεις που θα είχε η προσθήκη τους στην τυπική καθημερινή διατροφή σχεδόν 8.000 Αμερικανών που δεν έτρωγαν ξηρούς καρπούς.  Τα στοιχεία που εξέτασαν αντλήθηκαν από την Εθνική Έρευνα για την Υγεία και τη Διατροφή (NHANES) που διενεργείται σε άτομα που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πληροφορίες αναλύθηκαν ανά ηλικιακή ομάδα (4-8 ετών, 9-13 ετών, 14-18 ετών, 19-50 ετών, 51-70 ετών, 71 ετών και άνω) και ανά φύλο.

Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Εκτός από τη διαπίστωση ότι η προσθήκη τους στη διατροφή αποτελεί από μόνη της δείκτη υγιεινής διατροφής στους άνδρες και στις γυναίκες ανεξάρτητα από την ηλικία τους, παρατηρήθηκαν βελτιώσεις στην αναλογία πρόσληψης ακόρεστων προς κορεσμένα λίπη, δηλαδή οι συμμετέχοντες κατανάλωναν λιγότερα κορεσμένα λίπη. Επίσης, βελτιώθηκε η πρόσληψη φυτικών ινών, περισσότεροι ενήλικες αλλά και παιδιά 4-18 ετών κάλυπταν τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη καλίου, τα επίπεδα του χαλκού και ψευδαργύρου έφτασαν σε φυσιολογικά επίπεδα, μειώθηκε το ποσοστό εκείνων που είχε ανεπαρκή πρόσληψη μαγνησίου και φυλλικού οξέως.

Από αυτά τα ευρήματα οι ερευνητές συμπέραναν ότι η προσθήκη των συγκεκριμένων ξηρών καρπών στη διατροφή παιδιών, εφήβων και ενηλίκων που συνήθως δεν τους τρώνε βελτιώνει την ποιότητα της διατροφής και την πρόσληψη ορισμένων θρεπτικών συστατικών που δεν προσλαμβάνονται επαρκώς και είναι σημαντικά για την υγεία.

Πιστεύουν ότι η προσθήκη αυτών των υψηλής θρεπτικής αξίας ξηρών καρπών στο καθημερινό μενού ως σνακ ή ως συστατικό στα κύρια πιάτα, στις σαλάτες ή σε υγιεινές sauce είναι μια εύκολα πραγματοποιήσιμη  αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, η οποία μπορεί να αποτελέσει πιθανή λύση για τη βελτίωση της ποιότητας της διατροφής σε άτομα άνω των 4 ετών.

Για περισσότερα άρθρα και συμβουλές διατροφής επισκεφτείτε το myflex.gr

 

Διάρκεια γεύματος: Γιατί είναι τόσο σημαντική;

Ο χρόνος που αφιερώνουμε για να φάμε το φαγητό μας έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα της διατροφής μας, στην ποσότητα των τροφίμων που καταναλώνουμε και τελικά στην υγεία μας, αφού όχι μόνο τρώμε ποιοτικότερα αλλά και λιγότερο! Παρότι ακούγεται οξύμωρο, η μεγαλύτερη διάρκεια του κάθε γεύματος δεν αυξάνει αλλά μειώνει την ποσότητα των θερμίδων που προσλαμβάνονται και επομένως όσοι τρώνε αργά τείνουν να είναι πιο αδύνατοι και πιο υγιείς.

Ο ρυθμός μάσησης και ο μεγαλύτερος χρόνος στο οικογενειακό τραπέζι είναι βέβαια μια συνήθεια που αποκτάται από την παιδική ηλικία. Τα καθημερινά γεύματα των παιδιών μαζί με τους γονείς τους αποτελούν το ιδανικό μαθησιακό περιβάλλον που διαμορφώνει τις διατροφικές επιλογές και προτιμήσεις οι οποίες θα τους ακολουθούν και στην ενήλική ζωή τους, αφού περίπου τα δύο τρίτα των θερμίδων που παίρνουν προέρχονται από φαγητά που παρασκευάζονται στο σπίτι και τα περισσότερα γεύματα καταναλώνονται σε αυτό.

Πρόσφατα πραγματοποιήθηκε μια μελέτη που έδειξε ότι η αύξηση κατά μόλις 10 λεπτά της διάρκειας κάθε γεύματος της ημέρας, επηρεάζει το είδος του φαγητού που τρώνε τα παιδιά.  Συγκεκριμένα αυξάνουν την κατανάλωση λαχανικών και φρούτων, τα οποία παραδοσιακά αποστρέφονται. Η συγκεκριμένη τακτική αποτελεί μια απλή μέθοδο προκειμένου να προσλαμβάνουν τα παιδιά τη συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα των μικροθρεπτικών συστατικών και να προστατεύουν την υγεία τους, δεδομένου ότι η χαμηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων μη μεταδοτικών ασθενειών.

Η μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκε σε 50 ζευγάρια (γονέας-παιδί). Ο μέρος όρος ηλικίας των γονέων (που ήταν κυρίως μητέρες) ήταν τα 43 έτη, οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με την παρασκευή των γευμάτων, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Τα παιδιά (αγόρια και κορίτσια σε ίση αναλογία) ήταν ηλικίας 6 έως 11 (μέση ηλικία 8) ετών, δεν ακολουθούσαν ειδική δίαιτα ούτε είχαν τροφικές αλλεργίες.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά έφαγαν σημαντικά περισσότερα κομμάτια φρούτων και λαχανικών όταν η διάρκεια του γεύματος ήταν μεγαλύτερη, από όταν ήταν κανονική. Ο ρυθμός κατανάλωσης φαγητού των παιδιών (μπουκιές ανά λεπτό) ήταν σημαντικά χαμηλότερος και ο κορεσμός υψηλότερος που, με τη σειρά του, οδήγησε σε χαμηλότερη πρόσληψη επιδόρπιου.

Επομένως, το μακρύτερης διάρκειας γεύμα επηρεάζει το χτίσιμο της διατροφικής συμπεριφοράς των παιδιών, που τους βοηθά να τρώνε υγιεινά, να χορταίνουν χωρίς να παίρνουν περισσότερες θερμίδες και να μην αναζητούν επιδόρπιο,  που στην ενήλικη ζωή τους μεταφράζεται σε έλεγχο του βάρους και σε καλύτερη υγεία.

Διάρκεια γεύματος: Γιατί είναι τόσο σημαντική;

Μια συστηματική ανασκόπηση 22 μελετών σε ενήλικες έδειξε ότι η επιβράδυνση του ρυθμού κατανάλωσης φαγητού μειώνει την ενεργειακή πρόσληψη. Επομένως,  βοηθά στην πρόληψη της παχυσαρκίας, μιας νόσου από την οποία πάσχουν εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως και που μπορεί να γίνει αιτία εμφάνισης άλλων χρόνιων ασθενειών που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής.

Αλλά ακόμα και οι άνθρωποι που είναι ήδη υπέρβαροι ή παχύσαρκοι μπορούν να επωφεληθούν από μια τόσο μικρή και εύκολη αλλαγή στη ζωή τους.

Η έρευνα έχει δείξει ότι όσοι είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι τείνουν να τρώνε με ταχύτερο ρυθμό από τα άτομα με φυσιολογικό βάρος και ότι τα άτομα που τρώνε γρήγορα έχουν διπλάσιες πιθανότητες να είναι παχύσαρκα. Επίσης, τα παχύσαρκα άτομα που τρώνε γρήγορα επιλέγουν περισσότερα τρόφιμα με πολλές θερμίδες τα οποία μπορούν να καταναλωθούν πιο γρήγορα. Αντίθετα, όταν τρώνε με βραδύτερο ρυθμό, νοιώθουν μεγαλύτερη πληρότητα, μεγαλύτερη απόλαυση και ικανοποίηση από το γεύμα.

Για να ερευνήσουν εάν υπάρχει σχετίζεται η διάρκεια του γεύματος με τον ρυθμό κατανάλωσής του και τον Δείκτη Μάζας Σώματος, επιστήμονες από διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ διεξήγαγαν μια μελέτη σε άτομα ηλικίας 18-45 ετών, το 65% των οποίων ήταν άνδρες. Τους δόθηκε η οδηγία να καταναλώνουν όλα τα γεύματα της ημέρας (πρωινό, μεσημεριανό γεύμα και δείπνο) και τα συνοδευτικά ποτά από ένα πανεπιστημιακό εστιατόριο, στην επιθυμητή ποσότητα χωρίς χρονικούς περιορισμούς.

Ο ταχύτερος ρυθμός φαγητού συσχετίστηκε με υψηλότερο ΔΜΣ και υψηλότερη ενεργειακή πρόσληψη σε όλα τα γεύματα.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο ρυθμός κατανάλωσης της τροφής μπορεί να έχει άμεσο αντίκτυπο στις ορμόνες κορεσμού, δηλαδή μικρότερη έκκριση γκρελίνης όταν ο ρυθμός είναι βραδύτερος, στη διάταση του στομάχου λόγω του ρυθμού γαστρικής κένωσης, και στο αίσθημα κορεσμού.

Επίσης, όταν η τροφή παραμένει περισσότερη ώρα στο στόμα και ικανοποιούνται περισσότερο οι αισθήσεις, οι άνθρωποι τρώνε λιγότερο, γεγονός που οδηγεί τους επιστήμονες να ισχυρίζονται ότι η γεύση μπορεί να επηρεάσει τον κορεσμό.

Τον ρυθμό μάσησης επηρεάζει, επίσης, η υφή αλλά και το μέγεθος της μπουκιάς.

Τα αποτελέσματα αυτά δεν αφορούν μόνο τους υπέρβαρους και παχύσαρκους, αλλά και κάθε άτομο με φυσιολογικό βάρος. Επομένως, οι παρεμβάσεις για τη μείωση του ρυθμού κατανάλωσης τροφής και την αύξηση της διάρκειας του γεύματος, αφορούν όλους μας.

Για περισσότερα άρθρα και διατροφικές συμβουλές επισκεφτείτε το myflex.gr

Τι συμβαίνει όταν δεν τρώμε αρκετές πρωτεΐνες;

Μια ενδιαφέρουσα μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Obesity, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ λέει ότι  πρέπει να τρώμε περισσότερες πρωτεΐνες προκειμένου να κατευνάζουμε την επιθυμία μας για κατανάλωση επεξεργασμένων τροφίμων, και έτσι να μειώνουμε τις πιθανότητες να γίνουμε παχύσαρκοι.

Αυτό που ήδη ήταν γνωστό στην επιστημονική κοινότητα είναι ότι όταν υπάρχει μακροδιατροφική ανισορροπία και η επιθυμία για πρόσληψη πρωτεϊνών δεν ικανοποιείται επαρκώς ο άνθρωπος οδηγείται στην υπερπρόσληψη ενέργειας. Το ίδιο συμβαίνει άλλωστε και στα ζώα: όταν υποκαταναλώνουν κάποιες ομάδες μακροθρεπτικών συστατικών (π.χ. λόγω καιρικών συνθηκών) αναπληρώνουν την τροφή τους με υπερκατανάλωση άλλων.

Αρκετές δοκιμές στις οποίες οι άνθρωποι πειραματικά περιορίστηκαν σε δίαιτες κατέδειξαν το μοτίβο ιεράρχησης των πρωτεϊνών στη ρύθμιση των μακροθρεπτικών συστατικών και επιβεβαίωσαν ότι οι διατροφές που δεν περιέχουν αρκετές πρωτεΐνες οδηγούν σε υπερκατανάλωση λίπους και υδατανθράκων, που λαμβάνονται συχνά από επεξεργασμένα τρόφιμα. Η διατροφική αυτή συμπεριφορά όμως έχει αρνητικές επιπτώσεις, αφού ο σύγχρονος τρόπος ζωής ευνοεί την παχυσαρκία.

Στην πρόσφατη μελέτη, επιστήμονες από το Κέντρο Charles Perkins του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, ανέλυσαν στοιχεία 9.341 ενηλίκων που συμμετείχαν σε μια έρευνα διατροφής και σωματικής δραστηριότητας (National Nutrition and Physical Activity Survey). Η μέση ηλικία τους ήταν τα 46,3 έτη.

Διαπίστωσαν ότι η μέση ενεργειακή πρόσληψη του πληθυσμού ήταν 8.671 κιλοτζάουλ (kJ), με το μέσο ποσοστό ενέργειας από πρωτεΐνες να είναι μόλις 18,4%, έναντι 43,5% από υδατάνθρακες και από 30,9% από λίπος, και μόλις 2,2% από φυτικές ίνες και 4,3% από αλκοόλ.

Όσοι είχαν υψηλότερο ποσοστό ενέργειας από πρωτεΐνες στην αρχή της ημέρας είχαν πολύ χαμηλότερη συνολική ενεργειακή πρόσληψη στη συνέχεια. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι προσπαθούσαν να αντισταθμίσουν την έλλειψη των πρωτεϊνών με υψηλότερη πρόσληψη άλλων μακροθρεπτικών συστατικών. Αυτό υφίστατο παρότι το πρώτο γεύμα ήταν το μικρότερο, δηλαδή μικρότερης ποσότητας τροφής και ενέργειας, ενώ το τελευταίο γεύμα ήταν το μεγαλύτερο.

Όσοι έτρωγαν μικρότερες από τη συνιστώμενη ποσότητα πρωτεΐνη στο πρώτο γεύμα της ημέρας, στη συνέχεια κατανάλωναν περισσότερα ενεργειακά πυκνά τρόφιμα, υψηλής περιεκτικότητας σε κορεσμένα λίπη, σάκχαρα, αλάτι ή αλκοόλ και λιγότερα δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, όσπρια, γαλακτοκομικά και κρέατα. Κατά συνέπεια, είχαν συνολικά φτωχότερη διατροφή σε κάθε γεύμα, με το ποσοστό της ενέργειας από πρωτεΐνες να μειώνεται ακόμη και όταν αυξανόταν η πρόσληψη άλλων τροφών.

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι επειδή στη σύγχρονη διατροφή κυριαρχούν εξαιρετικά επεξεργασμένα και εξευγενισμένα τρόφιμα – τα οποία είναι χαμηλά σε πρωτεΐνες – οι άνθρωποι οδηγούνται στην κατανάλωση αυτών των θερμιδικών “βομβών” μέχρι να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους για πρωτεΐνη.

Τι συμβαίνει όταν δεν τρώμε αρκετές πρωτεΐνες;

Με απλά λόγια, ο οργανισμός των ανθρώπων αναζητά πρωτεΐνες, αφού αυτές περιέχονται σχεδόν σε κάθε κύτταρο του σώματος, στους μύες, τα οστά, το δέρμα, τα μαλλιά και ο ρόλος τους είναι η δημιουργία και η επιδιόρθωση τους. Στις πηγές πρωτεϊνών περιλαμβάνονται το κρέας, το γάλα, τα ψάρια, τα αυγά, τη σόγια, τα όσπρια, τα φασόλια και ορισμένα δημητριακά, όπως το φύτρο σιταριού και η κινόα.

Για την Εθνική Ακαδημία Ιατρικής των ΗΠΑ, η αποδεκτή πρόσληψη πρωτεΐνης κυμαίνεται από  το 10% έως το 35% των θερμίδων κάθε μέρα. Ωστόσο, σύμφωνα με ανάλυση του Harvard που περιλήφθηκαν στοιχεία περισσότερων από 130.000 ανδρών και γυναικών οι οποίοι  παρακολουθήθηκαν για έως και 32 χρόνια, ο αριθμός των θερμίδων από λαμβάνεται καθημερινά από πρωτεΐνες δεν φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την υγεία αφού δεν αυξάνει τη θνησιμότητα. Όμως, η πηγή της πρωτεΐνης κρίθηκε ως σημαντική.

Αντίθετα, ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, που δεν λαμβάνουν τις απαραίτητες για τον οργανισμό τους ποσότητες πρωτεϊνών, θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο, αφού η  ανεπαρκής πρόσληψη μπορεί να γίνει αιτία διαφόρων προβλημάτων υγείας, με σοβαρότερες τη μειωμένη ανοσία, την εξασθένηση της καρδιάς και του αναπνευστικού συστήματος, που μπορεί να οδηγήσουν σε θάνατο.

Έχοντας ως δεδομένο ότι  δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων παγκοσμίως χάνουν πρόωρα τη ζωή τους λόγω της κακής διατροφής, είναι ανάγκη να κατανοήσουμε ότι η επιλογή ενός επιστημονικά καταρτισμένου διατροφολογίου που θα περιέχει τις σωστές ποσότητες μακροθρεπτικών συστατικών (αλλά και μικροθρεπτικών) θα περιορίσει την επιθυμία μας για λήψη περισσότερης τροφής, που, όπως αποδεικνύεται από την παραπάνω έρευνα, δεν περιλαμβάνει υγιεινές επιλογές αλλά λίπη και επεξεργασμένους (απλούς) υδατάνθρακες (ζάχαρη και προϊόντα από λευκό αλεύρι, όπως π.χ.  ψωμί, πίτσα, ζυμαρικά, γλυκά, λευκό ρύζι, κ.ά) – τροφές δηλαδή που είναι εύκολα προσβάσιμες και φθηνές, αλλά ιδιαίτερα επιζήμιες για την υγεία αφού οδηγούν σε παχυσαρκία και σε όλες τις ασθένειες που τη συνοδεύουν.

Διαβάστε επίσης: Πρωτεΐνες: Ο ρόλος τους  στη διατροφή και την υγεία μας

Για ακόμα περισσότερα διατροφικά άρθρα και συμβουλές επισκεφτείτε το myflex.gr

 

 

Εγκυμοσύνη: Ποιες είναι οι επιπτώσεις της κακής διατροφής;

Σύμφωνα με την υπόθεση της αναπτυξιακής προέλευσης της υγείας και των ασθενειών, μεγάλο ποσοστών των νόσων που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής έχουν τις βάσεις τους στην εμβρυϊκή ζωή. Η διατροφή είναι ένας σημαντικός παράγοντας που διαμορφώνει ως ένα βαθμό την υγεία του πληθυσμού. Επομένως, είναι αυτονόητο ότι η ποιότητα και η ποσότητα των προσλαμβανόμενων τροφών στην εγκυμοσύνη καθορίζει, εν μέρει, την υγεία της εγκύου και του παιδιού.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει δημοσιεύσει συμβουλές τόσο για το είδος των τροφών και για την ποσότητα που πρέπει να καταναλώνει μια γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης, όσο και για το βάρος που πρέπει να πάρει αυτούς τους 9 μήνες. Δυστυχώς, όμως, οι περισσότερες είτε δεν τις γνωρίζουν είτε δεν τις ακολουθούν, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την υγεία τους αλλά και του παιδιού τους.

Έτσι άλλοτε τρώνε υπερβολικά και άλλοτε ανεπαρκώς. Και οι δύο όμως αυτές συμπεριφορές μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα, αφού το έμβρυο προσαρμόζεται στο επίπεδο των θρεπτικών συστατικών που του παρέχει η μητέρα.

Εγκυμοσύνη: Ποιες είναι οι επιπτώσεις της κακής διατροφής;

Μακροθρεπτικά συστατικά

Πρωτεΐνη

Εξίσου σημαντικό ρόλο στην υγεία του εμβρύου και στη μελλοντική πορεία του αλλά και στην υγεία της μητέρας έχει η ποσότητα και η ποιότητα της πρωτεΐνης που λαμβάνεται. Οι γυναίκες που δεν τρώνε πλούσιες σε πρωτεΐνη τροφές διακινδυνεύουν την υγεία του απογόνου τους, αφού μπορεί να γεννήσουν ένα λιποβαρές βρέφος, με μειωμένο βάρος καρδιάς, αυξημένο καρδιακό ρυθμό και αυξημένη συστολική αρτηριακή πίεση.

Λιπαρά

Καθοριστικής σημασίας είναι και τα καλά λιπαρά στη διατροφή της εγκύου, καθώς επηρεάζουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου και την καλή λειτουργία του αμφιβληστροειδούς. Σε πολλές μελέτες, τα επαρκή επίπεδα Ω-3 λιπαρών οξέων έχει βρεθεί ότι βοηθούν στην ανάπτυξη των νευρώνων αλλά και στη κατάλληλη απόκριση σε βακτήρια και άλλους μικροοργανισμούς.

Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για τα κακά λιπαρά. Ενδεικτικά, μια διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε αυτά και χαμηλής σε πρωτεΐνες μπορεί να γίνει αιτία εμφάνισης “λιπώδους ήπατος” αργότερα στη ζωή του παιδιού, ακόμα και αν έχει φυσιολογικό βάρος.

Υδατάνθρακες

Οι υδατάνθρακες είναι απαραίτητοι στη διατροφή της εγκύου. Όμως απαιτείται προσοχή στην ποσότητα, καθώς η υπερβολική πρόσληψή τους μπορεί να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα της και αυτό να οδηγήσει σε υπερβολική μεταφορά γλυκόζης στο έμβρυο που θα οδηγήσει στην αύξηση του βάρους του. Αυτή η εξέλιξη έχει μια σειρά συνεπειών βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, όπως κίνδυνο καισαρικής τομής και νεογνικής υπογλυκαιμίας. Το αυξημένο βάρος του εμβρύου μπορεί να αποτελέσει προδιαθεσιακό παράγοντα για παχυσαρκία αργότερα στη ζωή, με τις γνωστές σε όλους συνέπειες που έχει στην υγεία.

Μικροθρεπτικά συστατικά

Είναι πολύ σύνηθες οι έγκυες γυναίκες να μην λαμβάνουν επαρκείς ποσότητες μικροθρεπτικών συστατικών την περίοδο που τα έχουν περισσότερο ανάγκη, με αποτέλεσμα τα κάτω των φυσιολογικών επίπεδά τους να γίνονται αιτία διαφόρων προβλημάτων και νόσων των ίδιων και των παιδιών τους. Ενδεικτικά:

Σίδηρος

Οι επιπτώσεις του χαμηλού σιδήρου μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρές αφού μπορεί να προκαλέσει στη μητέρα αναιμία, δύσπνοια, αίσθημα κόπωσης, λήθαργο και αυξημένη συχνότητα μολύνσεων. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει προβλήματα κατά τη διάρκεια του τοκετού, ιδίως σε περίπτωση αιμορραγίας μετά τον τοκετό.  Επίσης, η ανεπαρκής πρόσληψη σιδήρου ενισχύει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο για τα παιδιά τους όταν αυτά ενηλικιωθούν. Πέραν αυτών, έχει συσχετιστεί με παχυσαρκία, υπέρταση και  καρδιακές παθήσεις, όπως στεφανιαία αρτηριοπάθεια.

Ασβέστιο και βιταμίνη D

Το ασβέστιο είναι ζωτικής σημασίας για το μεταβολισμό των οστών και συνδέεται με το βάρος γέννησης και τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού. Τα χαμηλά επίπεδα ασβεστίου κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο υπέρτασης που προκαλείται από την εγκυμοσύνη ή προεκλαμψίας. Επίσης, μπορεί να οδηγήσει τη μητέρα σε οστεοπενία/οστεοπόρωση και απώλεια δοντιών και να επηρεάσει αργότερα την υγεία των οστών του απογόνου της.

Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την απορρόφηση του ασβεστίου. Μελέτες σχετικά με την ανεπάρκειά της στην εγκυμοσύνη έδειξαν ότι συσχετίζεται, μεταξύ άλλων, με προεκλαμψία και καισαρική τομή αλλά και ανοχή στη γλυκόζη, όπως και με πρόωρο τοκετό. Μπορεί να προκαλέσει διάφορες παθήσεις σε βάθος χρόνου, όπως άσθμα, σκλήρυνση κατά πλάκας, νευρολογικές διαταραχές και αυτοάνοσα νοσήματα.

Ιώδιο

Τα χαμηλά επίπεδα ιωδίου έχουν συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο αποβολής, υψηλότερη θνησιμότητα, γενετικές ανωμαλίες, νευρολογικές διαταραχές και εγκεφαλικές βλάβες του βρέφους. Οι γυναίκες που κυοφορούν έχοντας ανεπάρκεια αυτού του μικροθρεπτικού συστατικού μπορεί να προκαλέσουν νεογνικό υποθυρεοειδισμό.

Δεδομένου, λοιπόν, ότι η διατροφή κατά την εγκυμοσύνη επηρεάζει την υγεία, είναι απαραίτητος ο προσεκτικός σχεδιασμός της προκειμένου να προστατευθεί η μητέρα αλλά και το παιδί από σοβαρές και τις πιο επικίνδυνες για τη ζωή του ασθένειες, όπως είναι τα καρδιομεταβολικά νοσήματα, η παχυσαρκία και ο καρκίνος.

Επομένως, το ζήτημα της σίτισης τη συγκεκριμένη περίοδο θα πρέπει να αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για κάθε γυναίκα.

 

Τρόφιμα που προκαλούν εθισμό: Ποια είναι;

Δεν είναι λίγες οι φορές που ευφυείς και ενημερωμένοι άνθρωποι αρέσκονται να τρώνε πολύ επεξεργασμένα τρόφιμα, παρότι γνωρίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει αυτή η επιλογή στην υγεία τους. Ακόμα και όταν οι ειδικοί τούς παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα οφέλη που θα είχαν εάν τα εξαιρούσαν από τη διατροφή τους και επέλεγαν αντί αυτών χαμηλές σε υδατάνθρακες τροφές και τελικά την υιοθετούν, σε μικρό χρονικό διάστημα υποτροπιάζουν. Γιατί;

Σύμφωνα μια νέα αμερικανική μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Addiction, ο λόγος μπορεί να είναι ο εθισμός που προκαλούν, ο οποίος είναι παρόμοιος με εκείνον του τσιγάρου. Οι ερευνητές έδειξαν ότι τα τρόφιμα αυτά πληρούν τα ίδια κριτήρια εθισμού με εκείνα που ανέδειξαν τον καπνό ως εθιστικό και δήλωσαν ότι μια τέτοια επισήμανση θα ήταν επωφελής για την υγεία, αφού θα αποθάρρυνε τους ανθρώπους να τα καταναλώνουν.

Ποια είναι όμως αυτά τα τρόφιμα;

Τα τρόφιμα που προκαλούν εθισμό είναι εκείνα που έχουν υποστεί υψηλή επεξεργασία προτού φτάσουν στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Μεταξύ αυτών τα ανθρακούχα αναψυκτικά, τα γλυκά ή αλμυρά σνακ, η σοκολάτα, οι καραμέλες, το παγωτό, το κέικ, τα μπισκότα, κ.ά. Η χαμηλή τιμή τους, η ευκολία πρόσβασης σε αυτά (αφού βρίσκονται σε κάθε κατάστημα τροφίμων, ακόμα και σε περίπτερα), τα ενισχυτικά γεύσης και οσμής που περιέχουν (τα οποία σημειωτέον δεν είναι διαθέσιμα για χρήση στα νοικοκυριά), και φυσικά η προβολή τους μέσω των εκστρατειών μάρκετινγκ είναι μερικοί λόγοι που επιλέγονται μανιωδώς από άτομα κάθε ηλικίας.

Από τότε όμως που κατέκλεισαν την αγορά, δηλαδή πριν από 40-50 χρόνια, τα ποσοστά παχυσαρκίας έχουν σημειώσει τεράστια άνοδο. Αυτό δεν σημαίνει ότι καταναλώνονται μόνο από άτομα που έχουν περισσότερα από το φυσιολογικό κιλά -ένα μεγάλο ποσοστό που τα προτιμούν είναι αδύνατοι καταναλωτές. Οι συγκεκριμένοι, όμως, είναι οι εν δυνάμει μελλοντικοί υπέρβαροι ή παχύσαρκοι που θα κληθούν αργότερα να αντιμετωπίσουν νόσους που σχετίζονται με την κακή ποιότητα φαγητού και με το αυξημένο βάρος, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2.

Ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων που επιλέγουν αυτά τα τρόφιμα και είναι αδύνατον να τα εξαιρέσουν από τη διατροφή τους έχουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ατόμων με κάποιο είδος εθισμού. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι η απώλεια ελέγχου της πρόσληψης, η έντονη επιθυμία, και η αδυναμία μείωσης και συνεχής χρήση παρά τις αρνητικές συνέπειες. Σύμφωνα με στοιχεία περίπου το 14% των ενηλίκων και το 12% των παιδιών παρουσιάζουν αυτόν τον φαινότυπο διατροφής.

Στην αμερικανική μελέτη, εξετάστηκαν τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα υψηλής επεξεργασίας τρόφιμα, δηλαδή εκείνα με εξευγενισμένους υδατάνθρακες ή/και πρόσθετα λίπη πληρούν όλα τα επιστημονικά κριτήρια σχετικά με την ικανότητά τους να δημιουργούν εθισμό. Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πράγματι αυτό συμβαίνει και πράγματι τα εν λόγω τρόφιμα μπορούν να θεωρηθούν εθιστικές ουσίες βάσει των τεκμηριωμένων επιστημονικών κριτηρίων.

Τρόφιμα που προκαλούν εθισμό

Βρετανική μελέτη

Για τον εθιστικό χαρακτήρα αυτών των προϊόντων είναι πεπεισμένοι και ερευνητές από το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά από μελέτη που διεξήγαγαν, και υποστηρίζουν την κλινική αναγνώριση του εθισμού στα τρόφιμα. Αρχικά, 103 άτομα συμμετείχαν σε εβδομαδιαίες ομαδικές συνεδρίες (8-24 ατόμων) για 10-14 εβδομάδες και στη συνέχεια σε μηνιαίες συναντήσεις για συντήρηση που περιλάμβανε την καθοδήγηση των συμμετεχόντων σχετικά με το πώς να αντιμετωπίζουν την υποτροπή και να επανέρχονται στις υγιεινές τους συνήθειες.

Στο συνέδριο Diabetes Professional Care 2022 που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο ισχυρίστηκαν ότι τα συμπτώματα εθισμού είναι ανατρέψιμα, αφού καταδείχθηκε, μέσω των ευρημάτων τους που δημοσιεύθηκαν στο Frontiers in Psychiatry, ότι το τρίμηνο διαδικτυακό πρόγραμμα διατροφής χαμηλών υδατανθράκων σε συνδυασμό με ψυχοεκπαιδευτική υποστήριξη μείωσε σημαντικά τα συμπτώματα σε μια ομάδα ατόμων ποικίλων χαρακτηριστικών, τα οποία δεν ήταν όλα υπέρβαρα ή παχύσαρκα.

Μία εκ των ερευνητών εξήγησε ότι τα επεξεργασμένα τρόφιμα παρέχουν μια υψηλή δόση ντοπαμίνης και, ως απάντηση σε αυτό, ο εγκέφαλος μειώνει τον αριθμό των υποδοχέων ντοπαμίνης για να εξουδετερώσει αποτελεσματικά την αύξησή της. Αυτή η μείωση των υποδοχέων ντοπαμίνης εξηγεί την κατάθλιψη που συχνά συνδέεται με τον εθισμό στα τρόφιμα.

Σύμφωνα με την ίδια, η ντοπαμίνη εγείρει τη λαχτάρα που κάνει τους ανθρώπους να αναζητούν το τρόφιμο που θα τους τη δώσει. Και μόνο η σκέψη της επόμενης σοκολάτας κάνει την ντοπαμίνη να εκτοξεύεται. Και όσο συνεχίζουν την ίδια τακτική τόσο επιδεινώνεται η κατάσταση, επειδή οι υποδοχείς ντοπαμίνης μειώνονται συνεχώς.

Οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως η αναγνώριση ότι τα τρόφιμα υψηλής επεξεργασίας προκαλούν εθισμό όπως συμβαίνει με τα προϊόντα καπνού και η κατάρτιση ενός επίσημου πρωτοκόλλου για τη διαχείρισή του θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποφυγή πολλών νόσων και θανάτων και στην καλύτερη ζωή μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού.

Τότε θα αμφισβητηθεί και ο ισχυρισμός ότι το να καταναλώνεις υπερβολικά, τρόφιμα που προκαλούν εθισμό είναι καθαρά θέμα επιλογής.

Για περισσότερα άρθρα και διατροφικές συμβουλές επισκεφτείτε το myflex.gr