Υπηρεσία Διατροφής στην Εγκυμοσύνη & τον Θηλασμό
Προγράμματα Διατροφής για Εγκύους & Νέες Μητέρες
Η διατροφική συμβουλευτική αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στη φροντίδα των γυναικών πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού. Διότι, οι διατροφικές συνήθειες και ορισμένες τροποποιήσιμες παράμετροι του τρόπου ζωής επηρεάζουν σημαντικά τόσο την πορεία και έκβαση της εγκυμοσύνης, όσο και την υγεία της μητέρας και του παιδιού.
Διατροφή Πριν από τη Σύλληψη
Η καλή υγεία και η διατροφή πριν από τη σύλληψη αποτελούν δύο παράγοντες που κατέχουν εξέχοντα ρόλο στην ικανότητα της μητέρας να ανταποκριθεί στις θρεπτικές απαιτήσεις της εγκυμοσύνης και του θηλασμού. Είναι δε απολύτως απαραίτητοι για την υγιή ανάπτυξη του εμβρύου και την μακρόχρονη υγεία του απογόνου. Μεγάλο ποσοστό γυναικών δεν γνωρίζει τις επιπτώσεις αυτές, δεν τρέφεται σωστά και καταλήγει να αντιμετωπίζει ελλείψεις ή ανεπάρκειες θρεπτικών συστατικών, ή έχει διατροφικές διαταραχές όταν αποφασίζει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί. Όταν η κακή διατροφή και υπερβολική ενεργειακή πρόσληψη συνδυάζεται και με άλλες ανθυγιεινές συνήθειες (κάπνισμα, αλκοόλ και σωματική αδράνεια), ο κίνδυνος εμφάνισης προβλημάτων καθίσταται υπαρκτός. Ο συγκεκριμένος τρόπος ζωής έχει, επίσης, μια καθοριστικής σημασίας επίπτωση: την άνοδο του δείκτη της ζυγαριάς. Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία πριν από τη σύλληψη επηρεάζει σημαντικά την πορεία της κύησης και τον κίνδυνο του παιδιού να παρουσιάσει αργότερα παχυσαρκία και μη μεταδοτικές ασθένειες. Μάλιστα, η νόσος είναι πιο επικίνδυνη για την εμφάνιση συγκεκριμένων προβλημάτων όταν προϋπάρχει της σύλληψης, απ’ ότι όταν προκύπτει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μεταξύ αυτών είναι ο διαβήτης κύησης, η υπέρταση που σχετίζεται με την εγκυμοσύνη και η καισαρική τομή, για τη μητέρα. Οι δυσμενείς επιπτώσεις στο έμβρυο περιλαμβάνουν γενετικές ανωμαλίες, θνησιγένεια και μη φυσιολογική ανάπτυξη.Καμία παρέμβαση όταν η γυναίκα κυοφορεί δεν αποδίδει σε ικανοποιητικό βαθμό ώστε να αποτρέψει τις περιγεννητικές επιπτώσεις στην ίδια και στο βρέφος. Συνεπώς, θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα εγκαίρως, για τη σταθεροποίηση του βάρους στα φυσιολογικά όρια πριν από τη σύλληψη, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος αυτών των επιπλοκών.
Δεδομένης δε της παγκόσμιας αύξησης του ποσοστού των υπέρβαρων και παχύσαρκων γυναικών, ο σωστός σχεδιασμός των προσλαμβανόμενων θρεπτικών στοιχείων θα μπορούσε να συμβάλει στη εξάλειψη της διαγενεακής μετάδοσης της παχυσαρκίας και των σοβαρών επιπτώσεων της στην υγεία.
Οι γιατροί δίνουν πια μεγάλη έμφαση στο σωματικό βάρος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και συστήνουν να κρατούν το ιδανικό τους βάρος, μέσω της βελτίωσης της διατροφής, του τρόπου ζωής και της σωματικής δραστηριότητας.
Ο υποσιτισμός αποτελεί άλλο ένα πρόβλημα που δεν πρέπει να παραμελείται, καθώς οι λιποβαρείς γυναίκες είναι πιθανότερο να παρουσιάζουν ανεπάρκεια σε σημαντικά θρεπτικά συστατικά. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στα επίπεδα ορισμένων μικροθρεπτικών συστατικών, όπως στο φυλλικό οξύ (βιταμίνη Β9), η επάρκεια του οποίου μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης ανατομικών ανωμαλιών της σπονδυλικής στήλης και του εγκεφάλου στο έμβρυο. Η κατάκτηση των φυσιολογικών επιπέδων ορισμένων από αυτά μπορεί να απαιτεί τη συμπλήρωση με σίδηρο, βιταμίνη D, βιταμίνη Β12, ιώδιο και άλλα μικροθρεπτικά συστατικά.
Διατροφή Κατά την Κύηση
Οι φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (π.χ. στο καρδιαγγειακό, το ενδοκρινικό, το γαστρεντερικό, το αιματολογικό, το αναπνευστικό και το σκελετικό σύστημα) αποσκοπούν στη θρέψη του αναπτυσσόμενου εμβρύου και στην προετοιμασία της γυναίκας για έναν υγιή τοκετό. Αυτές οι αλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα την διαφοροποίηση των διατροφικών αναγκών. Κατά τη διάρκεια των πρώτων 2-8 εβδομάδων της εγκυμοσύνης, λαμβάνει χώρα η θεμελιώδης ανάπτυξη του εμβρύου και η διατροφική κατάσταση της μητέρας επηρεάζει την πρώιμη εμβρυϊκή ανάπτυξη, την οργανογένεση και την ανάπτυξη του νευρικού συστήματος. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου, τα θρεπτικά συστατικά του εμβρύου συσσωρεύονται για να χρησιμοποιηθούν μετά τη γέννηση. Επομένως, απαιτείται να υπάρχει επαρκής πρόσληψη όλων των βασικών θρεπτικών συστατικών. Στην κύηση αυξάνονται κυρίως οι απαιτήσεις σε μικροθρεπτικά συστατικά. Ωστόσο, όταν η πρόσληψή τους υπερβαίνει σημαντικά τις ανάγκες, ενδέχεται να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες. Η αποτυχία, από την άλλη, παροχής τους μπορεί να οδηγήσει σε αναπτυξιακές ελλείψεις του εμβρύου. Γι’ αυτό οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν προβλήματα δυσαπορρόφησης χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής και η διατροφή τους θα πρέπει να παρακολουθείται στενότερα. Για παράδειγμα, όσες έχουν υποβληθεί σε βαριατρική χειρουργική για την απώλεια του περιττού βάρους τους, δημιουργούν ελλείψεις μικρο- και μακροθρεπτικών συστατικών. Δεδομένης της αύξησης των απαιτήσεων σε θρεπτικά συστατικά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, οι διατροφικές ελλείψεις των γυναικών μπορεί να επιδεινωθούν και να δημιουργήσουν προβλήματα στο βρέφος.Όσον αφορά στις ενεργειακές απαιτήσεις των εγκύων, κατά το πρώτο τρίμηνο δεν διαφέρουν από εκείνες των γυναικών που δεν κυοφορούν, αλλά κατά το δεύτερο τρίμηνο αυξάνονται, και ακόμη περισσότερο κατά το τρίτο. Εξαρτώνται δε σημαντικά από την ηλικία, τον Δείκτη Μάζας Σώματος και το επίπεδο δραστηριότητάς τους. Μεγαλύτερη ενεργειακή απαίτηση έχουν οι εγκυμονούσες που βρίσκονται στην εφηβεία, εκείνες που εκτελούν σκληρή σωματική εργασία/υψηλή σωματική δραστηριότητα τη συγκεκριμένη περίοδο και όσες κυοφορούν περισσότερα από ένα έμβρυα.
Επομένως, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης οι μέλλουσες μητέρες θα πρέπει τρέφονται με γνώμονα τις δια βίου συνέπειες που έχει η διατροφή στους απογόνους τους. Διότι αυτή μπορεί να επηρεάσει την πιθανότητα εμφάνισης χρόνιων νόσων, όπως ο διαβήτης, η υπέρταση και άλλες μεταβολικές ασθένειες αργότερα στη ζωή των παιδιών τους.
Το διατροφικό πρόγραμμα των εγκύων θα πρέπει εστιάζει στην υιοθέτηση μιας υγιεινής διατροφής που περιλαμβάνει τροφές πλούσιες σε όλα τα θρεπτικά συστατικά και όχι στην αύξηση της πρόσληψης τροφής, πέραν της απαιτούμενης για να καλύπτονται οι ενεργειακές ανάγκες, προκειμένου το βάρος της εγκύου να αυξηθεί μόνο κατά 8 Kg, όσο δηλαδή ζυγίζει το έμβρυο, ο πλακούντας, το αμνιακό υγρό και οι διαφοροποιήσεις ιστούς της (π.χ. μήτρα, μαστός, όγκος αίματος). Ο στόχος αυτός της πρόσληψης του ελάχιστου απαιτούμενου βάρους, αποσκοπεί στην αποφυγή των δυσμενών επιπτώσεων που έχει η παχυσαρκία στη μητέρα και στο έμβρυο.