Ο χρόνος που αφιερώνουμε για να φάμε το φαγητό μας έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα της διατροφής μας, στην ποσότητα των τροφίμων που καταναλώνουμε και τελικά στην υγεία μας, αφού όχι μόνο τρώμε ποιοτικότερα αλλά και λιγότερο! Παρότι ακούγεται οξύμωρο, η μεγαλύτερη διάρκεια του κάθε γεύματος δεν αυξάνει αλλά μειώνει την ποσότητα των θερμίδων που προσλαμβάνονται και επομένως όσοι τρώνε αργά τείνουν να είναι πιο αδύνατοι και πιο υγιείς.
Ο ρυθμός μάσησης και ο μεγαλύτερος χρόνος στο οικογενειακό τραπέζι είναι βέβαια μια συνήθεια που αποκτάται από την παιδική ηλικία. Τα καθημερινά γεύματα των παιδιών μαζί με τους γονείς τους αποτελούν το ιδανικό μαθησιακό περιβάλλον που διαμορφώνει τις διατροφικές επιλογές και προτιμήσεις οι οποίες θα τους ακολουθούν και στην ενήλική ζωή τους, αφού περίπου τα δύο τρίτα των θερμίδων που παίρνουν προέρχονται από φαγητά που παρασκευάζονται στο σπίτι και τα περισσότερα γεύματα καταναλώνονται σε αυτό.
Πρόσφατα πραγματοποιήθηκε μια μελέτη που έδειξε ότι η αύξηση κατά μόλις 10 λεπτά της διάρκειας κάθε γεύματος της ημέρας, επηρεάζει το είδος του φαγητού που τρώνε τα παιδιά. Συγκεκριμένα αυξάνουν την κατανάλωση λαχανικών και φρούτων, τα οποία παραδοσιακά αποστρέφονται. Η συγκεκριμένη τακτική αποτελεί μια απλή μέθοδο προκειμένου να προσλαμβάνουν τα παιδιά τη συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα των μικροθρεπτικών συστατικών και να προστατεύουν την υγεία τους, δεδομένου ότι η χαμηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων μη μεταδοτικών ασθενειών.
Η μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκε σε 50 ζευγάρια (γονέας-παιδί). Ο μέρος όρος ηλικίας των γονέων (που ήταν κυρίως μητέρες) ήταν τα 43 έτη, οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με την παρασκευή των γευμάτων, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Τα παιδιά (αγόρια και κορίτσια σε ίση αναλογία) ήταν ηλικίας 6 έως 11 (μέση ηλικία 8) ετών, δεν ακολουθούσαν ειδική δίαιτα ούτε είχαν τροφικές αλλεργίες.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά έφαγαν σημαντικά περισσότερα κομμάτια φρούτων και λαχανικών όταν η διάρκεια του γεύματος ήταν μεγαλύτερη, από όταν ήταν κανονική. Ο ρυθμός κατανάλωσης φαγητού των παιδιών (μπουκιές ανά λεπτό) ήταν σημαντικά χαμηλότερος και ο κορεσμός υψηλότερος που, με τη σειρά του, οδήγησε σε χαμηλότερη πρόσληψη επιδόρπιου.
Επομένως, το μακρύτερης διάρκειας γεύμα επηρεάζει το χτίσιμο της διατροφικής συμπεριφοράς των παιδιών, που τους βοηθά να τρώνε υγιεινά, να χορταίνουν χωρίς να παίρνουν περισσότερες θερμίδες και να μην αναζητούν επιδόρπιο, που στην ενήλικη ζωή τους μεταφράζεται σε έλεγχο του βάρους και σε καλύτερη υγεία.
Μια συστηματική ανασκόπηση 22 μελετών σε ενήλικες έδειξε ότι η επιβράδυνση του ρυθμού κατανάλωσης φαγητού μειώνει την ενεργειακή πρόσληψη. Επομένως, βοηθά στην πρόληψη της παχυσαρκίας, μιας νόσου από την οποία πάσχουν εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως και που μπορεί να γίνει αιτία εμφάνισης άλλων χρόνιων ασθενειών που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής.
Αλλά ακόμα και οι άνθρωποι που είναι ήδη υπέρβαροι ή παχύσαρκοι μπορούν να επωφεληθούν από μια τόσο μικρή και εύκολη αλλαγή στη ζωή τους.
Η έρευνα έχει δείξει ότι όσοι είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι τείνουν να τρώνε με ταχύτερο ρυθμό από τα άτομα με φυσιολογικό βάρος και ότι τα άτομα που τρώνε γρήγορα έχουν διπλάσιες πιθανότητες να είναι παχύσαρκα. Επίσης, τα παχύσαρκα άτομα που τρώνε γρήγορα επιλέγουν περισσότερα τρόφιμα με πολλές θερμίδες τα οποία μπορούν να καταναλωθούν πιο γρήγορα. Αντίθετα, όταν τρώνε με βραδύτερο ρυθμό, νοιώθουν μεγαλύτερη πληρότητα, μεγαλύτερη απόλαυση και ικανοποίηση από το γεύμα.
Για να ερευνήσουν εάν υπάρχει σχετίζεται η διάρκεια του γεύματος με τον ρυθμό κατανάλωσής του και τον Δείκτη Μάζας Σώματος, επιστήμονες από διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ διεξήγαγαν μια μελέτη σε άτομα ηλικίας 18-45 ετών, το 65% των οποίων ήταν άνδρες. Τους δόθηκε η οδηγία να καταναλώνουν όλα τα γεύματα της ημέρας (πρωινό, μεσημεριανό γεύμα και δείπνο) και τα συνοδευτικά ποτά από ένα πανεπιστημιακό εστιατόριο, στην επιθυμητή ποσότητα χωρίς χρονικούς περιορισμούς.
Ο ταχύτερος ρυθμός φαγητού συσχετίστηκε με υψηλότερο ΔΜΣ και υψηλότερη ενεργειακή πρόσληψη σε όλα τα γεύματα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο ρυθμός κατανάλωσης της τροφής μπορεί να έχει άμεσο αντίκτυπο στις ορμόνες κορεσμού, δηλαδή μικρότερη έκκριση γκρελίνης όταν ο ρυθμός είναι βραδύτερος, στη διάταση του στομάχου λόγω του ρυθμού γαστρικής κένωσης, και στο αίσθημα κορεσμού.
Επίσης, όταν η τροφή παραμένει περισσότερη ώρα στο στόμα και ικανοποιούνται περισσότερο οι αισθήσεις, οι άνθρωποι τρώνε λιγότερο, γεγονός που οδηγεί τους επιστήμονες να ισχυρίζονται ότι η γεύση μπορεί να επηρεάσει τον κορεσμό.
Τον ρυθμό μάσησης επηρεάζει, επίσης, η υφή αλλά και το μέγεθος της μπουκιάς.
Τα αποτελέσματα αυτά δεν αφορούν μόνο τους υπέρβαρους και παχύσαρκους, αλλά και κάθε άτομο με φυσιολογικό βάρος. Επομένως, οι παρεμβάσεις για τη μείωση του ρυθμού κατανάλωσης τροφής και την αύξηση της διάρκειας του γεύματος, αφορούν όλους μας.
Για περισσότερα άρθρα και διατροφικές συμβουλές επισκεφτείτε το myflex.gr