Σύμφωνα με την υπόθεση της αναπτυξιακής προέλευσης της υγείας και των ασθενειών, μεγάλο ποσοστών των νόσων που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής έχουν τις βάσεις τους στην εμβρυϊκή ζωή. Η διατροφή είναι ένας σημαντικός παράγοντας που διαμορφώνει ως ένα βαθμό την υγεία του πληθυσμού. Επομένως, είναι αυτονόητο ότι η ποιότητα και η ποσότητα των προσλαμβανόμενων τροφών στην εγκυμοσύνη καθορίζει, εν μέρει, την υγεία της εγκύου και του παιδιού.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει δημοσιεύσει συμβουλές τόσο για το είδος των τροφών και για την ποσότητα που πρέπει να καταναλώνει μια γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης, όσο και για το βάρος που πρέπει να πάρει αυτούς τους 9 μήνες. Δυστυχώς, όμως, οι περισσότερες είτε δεν τις γνωρίζουν είτε δεν τις ακολουθούν, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την υγεία τους αλλά και του παιδιού τους.
Έτσι άλλοτε τρώνε υπερβολικά και άλλοτε ανεπαρκώς. Και οι δύο όμως αυτές συμπεριφορές μπορεί να δημιουργήσουν προβλήματα, αφού το έμβρυο προσαρμόζεται στο επίπεδο των θρεπτικών συστατικών που του παρέχει η μητέρα.
Μακροθρεπτικά συστατικά
Πρωτεΐνη
Εξίσου σημαντικό ρόλο στην υγεία του εμβρύου και στη μελλοντική πορεία του αλλά και στην υγεία της μητέρας έχει η ποσότητα και η ποιότητα της πρωτεΐνης που λαμβάνεται. Οι γυναίκες που δεν τρώνε πλούσιες σε πρωτεΐνη τροφές διακινδυνεύουν την υγεία του απογόνου τους, αφού μπορεί να γεννήσουν ένα λιποβαρές βρέφος, με μειωμένο βάρος καρδιάς, αυξημένο καρδιακό ρυθμό και αυξημένη συστολική αρτηριακή πίεση.
Λιπαρά
Καθοριστικής σημασίας είναι και τα καλά λιπαρά στη διατροφή της εγκύου, καθώς επηρεάζουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου και την καλή λειτουργία του αμφιβληστροειδούς. Σε πολλές μελέτες, τα επαρκή επίπεδα Ω-3 λιπαρών οξέων έχει βρεθεί ότι βοηθούν στην ανάπτυξη των νευρώνων αλλά και στη κατάλληλη απόκριση σε βακτήρια και άλλους μικροοργανισμούς.
Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για τα κακά λιπαρά. Ενδεικτικά, μια διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε αυτά και χαμηλής σε πρωτεΐνες μπορεί να γίνει αιτία εμφάνισης “λιπώδους ήπατος” αργότερα στη ζωή του παιδιού, ακόμα και αν έχει φυσιολογικό βάρος.
Υδατάνθρακες
Οι υδατάνθρακες είναι απαραίτητοι στη διατροφή της εγκύου. Όμως απαιτείται προσοχή στην ποσότητα, καθώς η υπερβολική πρόσληψή τους μπορεί να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα της και αυτό να οδηγήσει σε υπερβολική μεταφορά γλυκόζης στο έμβρυο που θα οδηγήσει στην αύξηση του βάρους του. Αυτή η εξέλιξη έχει μια σειρά συνεπειών βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, όπως κίνδυνο καισαρικής τομής και νεογνικής υπογλυκαιμίας. Το αυξημένο βάρος του εμβρύου μπορεί να αποτελέσει προδιαθεσιακό παράγοντα για παχυσαρκία αργότερα στη ζωή, με τις γνωστές σε όλους συνέπειες που έχει στην υγεία.
Μικροθρεπτικά συστατικά
Είναι πολύ σύνηθες οι έγκυες γυναίκες να μην λαμβάνουν επαρκείς ποσότητες μικροθρεπτικών συστατικών την περίοδο που τα έχουν περισσότερο ανάγκη, με αποτέλεσμα τα κάτω των φυσιολογικών επίπεδά τους να γίνονται αιτία διαφόρων προβλημάτων και νόσων των ίδιων και των παιδιών τους. Ενδεικτικά:
Σίδηρος
Οι επιπτώσεις του χαμηλού σιδήρου μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρές αφού μπορεί να προκαλέσει στη μητέρα αναιμία, δύσπνοια, αίσθημα κόπωσης, λήθαργο και αυξημένη συχνότητα μολύνσεων. Μπορεί επίσης να δημιουργήσει προβλήματα κατά τη διάρκεια του τοκετού, ιδίως σε περίπτωση αιμορραγίας μετά τον τοκετό. Επίσης, η ανεπαρκής πρόσληψη σιδήρου ενισχύει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο για τα παιδιά τους όταν αυτά ενηλικιωθούν. Πέραν αυτών, έχει συσχετιστεί με παχυσαρκία, υπέρταση και καρδιακές παθήσεις, όπως στεφανιαία αρτηριοπάθεια.
Ασβέστιο και βιταμίνη D
Το ασβέστιο είναι ζωτικής σημασίας για το μεταβολισμό των οστών και συνδέεται με το βάρος γέννησης και τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού. Τα χαμηλά επίπεδα ασβεστίου κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο υπέρτασης που προκαλείται από την εγκυμοσύνη ή προεκλαμψίας. Επίσης, μπορεί να οδηγήσει τη μητέρα σε οστεοπενία/οστεοπόρωση και απώλεια δοντιών και να επηρεάσει αργότερα την υγεία των οστών του απογόνου της.
Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την απορρόφηση του ασβεστίου. Μελέτες σχετικά με την ανεπάρκειά της στην εγκυμοσύνη έδειξαν ότι συσχετίζεται, μεταξύ άλλων, με προεκλαμψία και καισαρική τομή αλλά και ανοχή στη γλυκόζη, όπως και με πρόωρο τοκετό. Μπορεί να προκαλέσει διάφορες παθήσεις σε βάθος χρόνου, όπως άσθμα, σκλήρυνση κατά πλάκας, νευρολογικές διαταραχές και αυτοάνοσα νοσήματα.
Ιώδιο
Τα χαμηλά επίπεδα ιωδίου έχουν συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο αποβολής, υψηλότερη θνησιμότητα, γενετικές ανωμαλίες, νευρολογικές διαταραχές και εγκεφαλικές βλάβες του βρέφους. Οι γυναίκες που κυοφορούν έχοντας ανεπάρκεια αυτού του μικροθρεπτικού συστατικού μπορεί να προκαλέσουν νεογνικό υποθυρεοειδισμό.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι η διατροφή κατά την εγκυμοσύνη επηρεάζει την υγεία, είναι απαραίτητος ο προσεκτικός σχεδιασμός της προκειμένου να προστατευθεί η μητέρα αλλά και το παιδί από σοβαρές και τις πιο επικίνδυνες για τη ζωή του ασθένειες, όπως είναι τα καρδιομεταβολικά νοσήματα, η παχυσαρκία και ο καρκίνος.
Επομένως, το ζήτημα της σίτισης τη συγκεκριμένη περίοδο θα πρέπει να αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για κάθε γυναίκα.